- κατασχολώ
- κατασχολῶ, -έω (AM)μέσ. κατασχολοῡμαιενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.)αρχ.1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν κατασχολήσωμεν», Βασ. Σελ.)2. απασχολώ, παρακωλύω, παρεμποδίζω κάτι («τί μου τοὺς πόδας κατασχολεῑς;» Βασ. Σελ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀσχολῶ / -οῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.